- ουρείον
- οὐρεῑον, τὸ (Α) [ουρεύω]φρούριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὔρειον — ὄρειος of masc acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem acc sg (epic ionic) ὄρειος of neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὔρειος of masc acc sg οὔρειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρείον — (I) και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ (κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»]. (II) και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑ βλ. ορρείον … Dictionary of Greek
όρειος — εία, ο (Α ὄρειος εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. οὔρειος, εία, ον) (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «ορεία κρύσταλλος» (ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η… … Dictionary of Greek
οὐρείου — ὄρειος of masc/neut gen sg (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen sg (epic ionic) οὔρειος of masc/neut gen sg οὐρεῖον fortress neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρείων — ὄρειος of fem gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/neut gen pl (epic ionic) ὄρειος of masc/fem/neut gen pl (epic ionic) οὔρειος of fem gen pl οὔρειος of masc/neut gen pl οὐρεῖον fortress neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)